- ἀντωπός
- ἀντωπόςwith the eyes frontmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντωπός — ἀντωπός, όν (Α) 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον 2. όμοιος 3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» το μπροστινό μέρος του προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπός < ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀντωπόν — ἀντωπός with the eyes front masc/fem acc sg ἀντωπός with the eyes front neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωπά — ἀντωπός with the eyes front neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
αντωπώ — ἀντωπῶ ( έω) (Α) [αντωπός] βλέπω κάποιον κατά πρόσωπο … Dictionary of Greek
αρρενωπός — ή, ό (AM ἀρρενωπός, ή, όν) 1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση 2. επίρρ. ἀρρενωπῶς θαρραλέα, σταθερά αρχ. (για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + ωπος < ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ,… … Dictionary of Greek
δεινωπός — δεινωπός, όν (Α) δεινώψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + ωπος* (πρβλ. αγριωπός, αντωπός, αρρενωπός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀντωποῖς — ἀντωπέω pres opt act 2nd sg (attic epic doric) ἀντωπός with the eyes front masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωπῶ — ἀντωπέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀντωπέω pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀντωπός with the eyes front masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)